προόμνυμι

προόμνυμι
προόμνῡμι, and [suff] προοιστ-ύω (Paus.4.5.8),
A swear before or beforehand, D.29.57; τοὺς θεοὺς ἦ μὴν ἐλπίζειν . . by the gods, Pl.Lg.954a;

π. ὅρκον Paus.

l. c.: c. acc. et inf.,

προυμόσας τό μ' εἰδέναι A.Ag.1196

;

π. τι εἶναι D.29.52

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προόμνυμι — και προομνύω Α [ὄμνυμι] 1. ορκίζομαι, δίνω προηγουμένως τον καθορισμένο όρκο («προομνύουσιν ὅρκον», Παυσ.) 2. επικαλούμαι με όρκο προηγουμένως («προομόσας τοὺς νομίμους θεούς», Πλάτ.) 3. βεβαιώνω ενόρκως προηγουμένως («προὐμόσας τὸ μὴ εἰδέναι»,… …   Dictionary of Greek

  • προομόσῃ — προόμνυμι swear before aor subj mid 2nd sg προομόσῃ , προόμνυμι swear before aor subj act 3rd sg προομόσῃ , προόμνυμι swear before fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προομνύει — προόμνυμι swear before pres ind mp 2nd sg προομνύει , προόμνυμι swear before pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προομνύντων — προόμνυμι swear before pres part act masc/neut gen pl προομνύντων , προόμνυμι swear before pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προομνύουσιν — προόμνυμι swear before pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προομνύουσιν , προόμνυμι swear before pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… …   Dictionary of Greek

  • προωμοσία — η, ΝΑ [προόμνυμι] (στο αττ. δίκ.) προδικαστική πράξη κατά την οποία ο κατήγορος υποχρεωνόταν να δώσει όρκο ότι όσα είχε καταγγείλει κατά τού αντιδίκου του ήταν αληθινά …   Dictionary of Greek

  • προομνύντος — προόμνυμι swear before pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προομόσαντας — προόμνυμι swear before aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προομόσαντες — προόμνυμι swear before aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προομόσαντος — προόμνυμι swear before aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”